- λουτρῶνα
- λουτρώνbathing-roommasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καμπίνα — η θαλαμίσκος, μικρό δωμάτιο πλοίου, αεροπλάνου, θαλάσσιου λουτρώνα κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cabina] … Dictionary of Greek
λουτρωνικός — λουτρωνικός, ή, όν (Α) [λουτρών] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δημόσιο λουτρώνα … Dictionary of Greek
Δωδεκάνησα — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.663 τ. χλμ., 190.071 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα τη Ρόδο. Βρίσκονται στο νοτιοανατολικό τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται Ν της Σάμου και της Ικαρίας έως το Λιβυκό πέλαγος και Α των… … Dictionary of Greek
Ευρυκλής — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος τερατολόγος και εγγαστρίμυθος (5ος αι. π.Χ.). Ισχυριζόταν πως μέσα του κατοικούσε δαίμονας που προφήτευε με το στόμα του. Με αυτόν τον τρόπο εξαπατούσε τα πλήθη που τον πίστευαν και τον θαύμαζαν. Από τότε… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Λιδωρικίου — Η Αρχαιολογική Συλλογή Λιδορικίου στεγάζεται σε ένα οίκημα που χτίστηκε το 1912, με δωρεά του Ανδρέα Συγγρού, για να αποτελέσει το δημοτικό σχολείο της πόλης. Το κτίριο αυτό, που έχει τη μορφή των παραδοσιακών πετρόχτιστων σπιτιών της περιοχής,… … Dictionary of Greek